Έλενα Κόλλια - Ψυχολόγος
Πως μια κοινωνία «υποδέχεται» μια αποκάλυψη βιασμού

Μετά τη συγκλονιστική περιγραφή της πρωταθλήτριας και Χρυσής Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου, για την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, ακολούθησε ένα ντόμινο εξελίξεων. Ωστόσο από όλα όσα ακολούθησαν δεν μπορώ να μη σταθώ στις αντιδράσεις του κόσμου σχετικά με την είδηση. Αντιδράσεις που ούτε λίγο ούτε πολύ καταδεικνύουν, το πως μια κοινωνία «υποδέχεται» μια αποκάλυψη βιασμού, πως τη μεταφράζει και τελικά πως αντιμετωπίζει και πλαισιώνει την επιζήσασα.
Για όσους πιστεύουν ότι όλο αυτό αποτελεί μια μεμονωμένη περίπτωση που έτυχε να πάρει δημοσιότητα, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Μία στις τρεις γυναίκες και κορίτσια παγκοσμίως βιώνουν σεξουαλική βία κάποια στιγμή στη ζωή τους. Σήμερα οι γυναίκες 15-44 ετών κινδυνεύουν περισσότερο από βιασμό ή ενδοοικογενειακή βία παρά από καρκίνο, τροχαία ατυχήματα, πόλεμο ή ελονοσία. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2020, το Παρατηρητήριο της Ισότητας των Φύλων (της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων) ο μέσος ετήσιος αριθμός γυναικών στη χώρα μας, που καταγγέλουν βιασμό ανέρχεται περίπου στις 200, ενώ συνολικά από το 2010 έως και το 2019 καταγγέλθηκαν 2.175 βιασμοί στη χώρα μας. Διευκρινίζεται ότι οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται στις καταγεγραμμένες πράξεις, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου τα θύματα προχώρησαν σε καταγγελία, δεν αποτυπώνουν όμως σε καμία περίπτωση το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος.
Μία από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, διεξήχθη από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύμφωνα με αυτή, περίπου το 12 % των γυναικών στην ΕΕ δηλώνουν ότι έχουν βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής κακοποίησης ή κάποιο συναφές περιστατικό, από κάποιον ενήλικα, πριν από την ηλικία των 15 ετών. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 21 εκατομμύρια γυναίκες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα από την ίδια έρευνα φαίνεται ότι το ήμισυ όλων των γυναικών στην ΕΕ (53 %) αποφεύγουν ορισμένες καταστάσεις ή  κάποια μέρη, από φόβο μήπως υποστούν σωματική ή  σεξουαλική κακοποίηση.
Ξεκινώντας λοιπόν από τα βασικά, η σεξουαλική κακοποίηση, αποτελεί μια πραγματικότητα, συνιστά κακούργημα και μία από τις πιο σοβαρές τραυματικές εμπειρίες για έναν άνθρωπο. Μόνο μερικές από τις πολλές και μακροχρόνιες επιπτώσεις που βιώνουν τα άτομα που έχουν υποστεί σεξουαλική βία, είναι η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες, η κατάθλιψη, η αυτοκτονική συμπεριφορά αλλά και χρόνια σωματικά προβλήματα.
Φαίνεται μάλιστα, πως από τον τρόπο που το σύστημα στο σύνολο του θα αναλάβει να υπερασπιστεί, προστατεύσει, περιθάλψει και υποδεχτεί ένα θύμα βιασμού, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και η διαδικασία της ανάκαμψης του. Έχει αποδειχθεί ότι ένα μεγάλο μέρος της οδύνης που βιώνουν μετατραυματικά αυτά τα άτομα, δεν αφορά καθεαυτή την πράξη του βιασμού, όσο τη μεταχείριση της οποίας έτυχαν μετά το τραγικό συμβάν, από τα αρμόδια κάθε φορά συστήματα, νομικό, υγείας αλλά και κοινωνικό.

Επειδή λοιπόν οι λέξεις έχουν δύναμη, πόσο μάλλον αυτές που εκφράζονται δημόσια, πριν αναλογιστούμε τι σόι υποδοχή επιφυλάσσουν, οι αποκρίσεις του τύπου “γιατί δε μίλησες;», «γιατί μετά από τόσα χρόνια;», «πρόβαλλες αντίσταση;», «γιατί δεν αντέδρασες;» ή «τι φορούσες;», ας προσπαθήσουμε να τις αποκωδικοποιήσουμε.

Γιατί δεν μίλησες
Ένα άτομο που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, πέρα από το σοκ που έχει υποστεί, αισθάνεται κυρίως ντροπή, ενοχή και φόβο. Φόβο ότι ακόμη κι αν μιλήσει, κανείς δε θα το πιστέψει, ότι κανείς δε μπορεί να το προστατέψει, αλλά κυρίως ότι αν μιλήσει, τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα («αν μάθει ότι μίλησα, θα επιστρέψει για να με εκδικηθεί που τον «έμπλεξα», «αν το μάθει ο πατέρας μου θα τον σκοτώσει και θα μπει φυλακή»). Η επιλογή της απόκρυψης του συμβάντος από το θύμα έχει κατά βάση «προστατευτικό» υπόβαθρο για εκείνο, αποτελεί μία ύστατη προσπάθεια διαφύλαξης του ψυχισμού του από περισσότερη βλάβη και πόνο. Πόσο μεγαλύτερη βλάβη, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Κι όμως, αν αναλογιστούμε τις επίπονες διαδικασίες που ακολουθούν μια καταγγελία, όπως τις αναρίθμητες φορές που η επιζήσασα θα χρειαστεί να επαναλάβει με κάθε λεπτομέρεια όσα πέρασε σε όργανα του νόμου και της τάξης, ή τις αναρίθμητες φορές που θα κληθεί να «απολογηθεί» για τον βιασμό της, σε συγγενείς, φίλους αλλά και την κοινωνία γενικότερα, θα δούμε ότι το τραύμα δε σταματά στην πράξη του βιασμού. Το θύμα θα κληθεί να απαντήσει ερωτήματα «όπως τι φορούσε», ή «πως και αν αντέδρασε κατά την επίθεση», ερωτήματα δηλαδή που στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητούν την αλήθεια του θύματος και στην χειρότερη υποννοούν ότι ευθύνεται με έναν τρόπο για ότι του συνέβη.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με έρευνες, στις 100 υποθέσεις βιασμών θα καταγγελθούν μόλις οι 33, ενώ από τις 33 καταγγελίες, οι 16 υποθέσεις θα φτάσουν σε δίκη, οι 12 εξ αυτών σε επιτυχή καταδίκη και μόνον οι 7 θα καταλήξουν σε φυλάκιση των δραστών άρα και δικαίωση του θύματος.Πόσο ενθαρρυντικό είναι άραγε για ένα θύμα βιασμού να υπομείνει κάθε απαραίτητη διαδικασία που ακολουθεί την καταγγελία, αναβιώνοντας επανειλημμένα το τραύμα, όταν οι πιθανότητες να δικαιωθεί αγγίζουν περίπου το 7%;
Ακόμη, κρίσιμος παράγοντας για την πορεία της υπόθεσης φαίνεται να είναι το κατά πόσο η σεξουαλική κακοποίηση εμπίπτει σε αυτό που ονομάζουμε, στερεότυπο του «πραγματικού βιασμού», αυτού δηλαδή που συντελείται από άγνωστο στο θύμα άτομο και υπό την απειλή όπλου, ενώ ενίοτε περιλαμβάνει και εμφανή σωματικά τραύματα του θύματος. Αν και η πλειοψηφία των βιασμών σήμερα, συντελείται από άτομα όχι μόνο γνωστά στο θύμα, αλλά συνήθως πολύ κοντινά και φαινομενικά αξιόπιστα, χωρίς την χρήση όπλου και χωρίς εμφανή σωματικά τραύματα για το θύμα, εντούτοις μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης τύπου «πραγματικού βιασμού» έχει περισσότερες πιθανότητες να οδηγηθεί σε δίκη.

Γιατί μετά από τόσα χρόνια
Εδώ η απάντηση έρχεται σαν συνέχεια της προηγούμενης. Γιατί πολλές φορές, πρέπει να μεσολαβήσει μια μεγάλη χρονική απόσταση, ώστε τα θύματα να νιώσουν ότι τώρα είναι ασφαλή και έτοιμα να μιλήσουν και να διαχειριστούν τα όσα θα ακολουθήσουν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που πολλά θύματα σπάνε τη σιωπή τους μετά τον θάνατο του δράστη ή άλλων πιθανών εμπλεκόμενων. Σε κάθε περίπτωση είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου το αν, το πότε, το πως και σε ποιον θα αποκαλύψει την κακοποίηση του.

Τι φορούσες
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι ο βιασμός δεν έχει να κάνει με κάποια ανεξέλεγκτη σεξουαλική επιθυμία του δράστη, αλλά με την ανάγκη του για εξουσία, επιβολή και έλεγχο επί του θύματος. Οι δράστες επομένως δεν αναζητούν αφορμή για την πράξη τους-θα προέβαιναν σε αυτή όποια κι αν ήταν η ένδυση του θύματος, αναζητούν όμως αιτία για να κανονικοποιήσουν την πράξη τους. Το ζήτημα είναι ότι κάθε φορά που κάποιος από εμάς αναρωτιέται τι φορούσε το θύμα, συντελεί με τον τρόπο του στην κανονικοποίηση της πράξης του βιασμού, η οποία τελικά καταλήγει να νοειται, ως μια εξαρτημένη αντίδραση της δράσης του θύματος. Θα ρωτούσαμε άραγε κάποιον που πυροβολήθηκε, αν έκανε κάτι που «ερέθισε» τον δράστη και τον οδήγησε τελικά να πατήσει τη σκανδάλη; Αν όχι, τότε πως είναι δυνατόν να ρωτάμε ένα θύμα βιασμού αν προκάλεσε, αν πήγαινε γυρεύοντας, να βιώσει μια τόσο βάναυση εμπειρία; Αυτό απαντά ξανά στο «γιατί δε μίλησες», ίσως γιατί ακόμα ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που θεωρούν λογική απόκριση σε μια αποκάλυψη βιασμού, την διευκρίνιση της ενδυμασίας ή της χρονικής απόστασης από το συμβάν.

Πρόβαλες αντίσταση- γιατί δεν αντέδρασες
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους για τη σεξουαλική κακοποίηση, αφορά στις αντιδράσεις των θυμάτων κατά την επίθεση.Πάρα πολλά θύματα βιασμού, για να μην πω η συντριπτική πλειοψηφία αυτών, δεν αντιστέκονται κατά την επίθεση του δράστη. Δεν φωνάζουν, δεν κλαίνε, δεν παλεύουν και κατηγορηματικά όχι, αυτό δεν σημαίνει συναίνεση. Η μηδενική αντίσταση από μέρους του θύματος είναι κάτι που συμβαίνει, αποτελεί μια φυσιολογική εγγενή αντίδραση στον φόβο και εξηγείται επιστημονικά με όρους καθαρά νευροβιολογικούς. Εξηγείται για την ακρίβεια τόσο καθαρά και τεκμηριωμένα, που είναι να απορεί κανείς, πως είναι δυνατόν το ζήτημα της αντίστασης του θύματος κατά την επίθεση, να ορίζει ή όχι το θέμα της συναίνεσης στην πράξης:

Πάγωμα (freezing response)  
Το πάγωμα είναι μια από τις πιθανές αντιδράσεις του εγκεφάλου μας στον φόβο, κατά την οποία το άτομο ακινητοποιείται και ο εγκέφαλος επικεντρώνεται στο να αξιολογήσει λεπτομερώς την κατάσταση και να βρει τρόπους επιβίωσης (εδώ το θύμα μπορεί να σκέφτεται ότι κάποιος είναι στο διπλανό δωμάτιο κι ίσως το ακούσει αν φωνάξει, ή ότι η εξώπορτα είναι κλειδωμένη κι αυτό θα καθυστερήσει την διαφυγή του σε περίπτωση που προσπαθήσει να ξεφύγει). Συμβαίνει κυρίως σε ακραίες καταστάσεις φόβου, όπου ο εγκέφαλος μοιάζει να μην  έχει μαθημένα σχήματα αντίδρασης (ή προηγούμενη εμπειρία) ή αντιμετώπισης της συγκεκριμένης κατάσταση. Ας το σκεφτούμε σαν ένα είδος προσωρινού σοκ για τον εγκέφαλο μας, σαν να μην μπορεί να πιστέψει και να επεξεργαστεί την πληροφορία που μόλις κατέγραψε. Δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή, ούτε είναι στον έλεγχο του ατόμου που το βιώνει. Πρόκειται για μια εγγενή αντίδραση όπως αυτή που εκδηλώνει ένα ελάφι που «παγώνει» και ακινητοποιείται, μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου που έρχεται καταπάνω του. Όπως ακριβώς το ελάφι δεν θέλει να χτυπηθεί, πιθανόν θανάσιμα από το διερχόμενο αυτοκίνητο, έτσι ακριβώς και ένα θύμα βιασμού δεν θέλει επ ουδενί να ασελγεί κάποιος πάνω του.

Τονική ακινησία
Όταν αμυγδαλή, το «κέντρο» του φόβου στον εγκέφαλο μας εκτιμήσει ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής ή ότι η αντίσταση είναι μάταιη, ανώφελη,  τότε το σώμα μας μπαίνει σε μια κατάσταση, ακούσιας προσωρινής παράλυσης, αυτό που ονομάζουμε τονική ακινησία και παρότι μοιάζει με το πάγωμα δεν είναι το ίδιο (στην πραγματικότητα στο πάγωμα το σώμα ακινοποιείται μεν στα πλαίσια ενός είδους σοκ αλλά προετοιμάζεται για αντίδραση, ενώ εδώ το σώμα παραλύει από τον φόβο). Εδώ το άτομο κυριολεκτικά δεν μπορεί να κουνηθεί, να μιλήσει ή να κλάψει. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, μειώνεται τόσο ο ρυθμός της καρδιάς και η αρτηριακή πίεση, ώστε τα άτομα ζαλίζονται, νιώθουν σαν κοιμισμένα και πολλές φορές λιποθυμούν.Πολλά θύματα βιασμού που έχουν βιώσει τονική ακινησία, λένε πως ένιωθαν σαν πάνινη κούκλα στα χέρια του δράστη.  Μάλιστα τείνουν να έχουν πιο έντονα συμπτώματα κατάθλιψης και μετατραυματικού στρες, λόγω της αίσθησης τους, ότι ενώ έπρεπε, το σώμα τους δεν υπάκουγε ώστε να καταφέρουν να αντισταθούν.

Αποπροσωποποίηση
Πρόκειται για ένα αιφνίδιο αίσθημα αποχωρισμού από τον εαυτό ή το σώμα. Είναι λες και η φρίκη που συντελείται την στιγμή ενός βιασμού είναι τόσο δυσβάσταχτη, ώστε το άτομο νιώθει σαν να αποκολλάται από το σώμα του και να παρατηρεί τον εαυτό του έξω από αυτό. Πολλοί περιγράφουν ότι σε αυτή τη συνθήκη, η πραγματικότητα βιώνεται σαν να είναι κανείς «σε όνειρο» ή «σε ταινία».Η συνείδηση αποσυνδέεται από το μυαλό, το συναίσθημα και το σώμα και τα άτομα αισθάνονται ότι λειτουργούν σαν μηχάνημα, σαν να μπαίνουν σε μια κατάσταση αυτόματου πιλότου, συμπεριλαμβανομένης της τέλεσης σεξουαλικής πράξης.  

Επομένως πολλά θύματα θα παγώσουν, κάποια θα παλέψουν, κάποια θα φωνάξουν, κάποια θα παραλύσουν, κάποια θα αποσυνδεθούν. Καμία από αυτές τις αποκρίσεις δε θα έπρεπε να θεωρείται συναίνεση ούτε και να συμβολίζει διαφορετικά επίπεδα «αντίστασης» ή «επιθυμίας διαφυγής» του θύματος. Πόσο δε μάλλον καμία από αυτές τις αποκρίσεις δε θα έπρεπε να στέκεται σε ένα δικαστήριο, ή στην πεποίθηση της κοινής γνώμης, ως ατράνταχτο επιχείρημα και αδιάσειστη απόδειξη συναίνεσης. Αυτές οι αποκρίσεις είναι οι αποκρίσεις που όλοι θα έπρεπε να περιμένουμε από έναν εγκέφαλο κυριευμένο από φόβο. Όσο δε για τις τεχνικές παγίδες της συναίνεσης, να διευκρινίσουμε ότι η σιωπή και η ακινησία δε συντελούν συναίνεση, επίσης ένα «ναι» κάτω από πίεση ή απειλή, επίσης δεν συντελεί συναίνεση.
Άρα λοιπόν για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα τι σόι υποδοχή επιφυλάσσουν σε ένα θύμα βιασμού οι αποκρίσεις που γενναιόδωρα μοίρασε η κοινή γνώμη στην αποκάλυψη της κυρίας Μπεκατώρου ; Πως είναι όταν κάποιος, συντετριμμένος, εναποθέτει σε εμάς κάθε ελπίδα για βοήθεια κι εμείς τον καλούμε να απολογηθεί για τη συντριβή που άλλοι του προκάλεσαν; Τι είδους άνθρωποι είμαστε αν σε μία αποκάλυψη βιασμού απαντάμε με οποιαδήποτε ερώτηση πέρα από το «πως μπορώ να σε βοηθήσω;»
Πολλοί με ρωτούν τι λένε σε αυτές τις περιπτώσεις. Η απάντηση μου είναι ότι δεν υπάρχουν πάντα τα κατάλληλα λόγια για κάθε περίπτωση. Μερικές φορές το πιο βοηθητικό είναι απλά να ακούσεις, να είσαι εκεί, παρών όταν κάποιος βρίσκει το θάρρος να δώσει φωνή σε όσα τον βασανίζουν σιωπηλά. Πολλές επιζήσασες κακοποίησης ομολογούν ότι και μόνο η αποκάλυψη μπορεί να λειτουργήσει πολύ ανακουφιστικά. Το «μυστικό» χάνει τη δύναμη του γιατί παύει να ναι μυστικό, η πληροφορία μοιράζεται και μαζί της ο πόνος και πλέον το θύμα ανακτά τον έλεγχο της κατάστασης. Είναι εκείνο που θα αποφασίσει πως, πότε, σε ποιον θα μιλήσει για ότι έγινε, τώρα εκείνο βάζει τους όρους του παιχνιδιού.
Όταν μάλιστα το μυστικό μοιράζεται δημόσια και καταγγέλεται κινητοποιεί και δίνει το θάρρος και σε άλλες επιζήσασες και επιζώντες σεξουαλικής κακοποίησης να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να αποκαλύψουν και τελικά να ενδυναμωθούν και να προστατέψουν έτσι κι άλλα εν δυνάμει θύματα.
Η σεξουαλική κακοποίηση πρέπει να πάψει να αποτελεί ζήτημα των θυμάτων και να γίνει ζήτημα μια κοινωνίας ολόκληρης. Όσο το «ενδιαφέρον» μας μονοπωλεί, το αν το θύμα φώναξε αρκετά ή το γιατί αποφάσισε να μιλήσει μετά από τόσο καιρό, παραβλέπουμε ότι εκεί έξω υπάρχει ένας δράστης που κακοποιεί, και που κανείς δε φαίνεται να απαιτεί καμία διευκρίνιση για αυτόν.
Οφείλουμε επιτέλους να κάνουμε την παραδοχή ότι αν υπάρχουν πολλά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, σημαίνει ότι υπάρχουν και εξίσου πολλοί θύτες.
Επειδή λοιπόν οι λέξεις έχουν δύναμη, πόσο μάλλον αυτές που εκφράζονται δημόσια, ας το θέσω διαφορετικά.
Αν η μία ανάγνωση είναι ότι στη χώρα μας τα τελευταία δέκα χρόνια βιάστηκαν 2.175 γυναίκες, η άλλη ανάγνωση είναι ότι τα τελευταία δέκα χρόνια ζούμε ανάμεσα σε 2.175 βιαστές.
 Ή μάλλον όχι… Τόσοι, είναι μόνο οι επίσημα καταγεγραμμένοι.

Περισσότερα
Άρθρα